- ἀνύπαρκτα
- ἀνύπαρκτοςnon-existentneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… … Dictionary of Greek
ευφάνταστος — η, ο (Α εὐφάνταστος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει ζωηρή φαντασία, που πλάθει με τη φαντασία του ανύπαρκτα ή μεγαλοποιεί με αυτήν υπαρκτά πράγματα αρχ. 1. αυτός που έχει δημιουργική φαντασία, ο επινοητικός 2. αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί να… … Dictionary of Greek
κατσαρίδα — Κοινή ονομασία διαφόρων εντόμων της οικογένειας των βλαττιδών, της τάξης των δικτυοπτέρων. Οι κ. ποικίλλουν σε μέγεθος, έχουν πεπιεσμένο σώμα, μακριές και συχνά νηματόμορφες κεραίες, χαρακτηριστικό μασητικό στοματικό σύστημα, πόδια που τις… … Dictionary of Greek
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek
ξανθόξυλο — (xanthoxylo). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ρουτιδών με περίπου 150 είδη που ζουν στις τροπικές και παρατροπικές περιοχές του κόσμου. Είναι θάμνοι ή δέντρα φυλλοβόλα ή αειθαλή με διακλαδώσεις αγκαθωτές. Έχει φύλλα αντίθετα, φτερωτά,… … Dictionary of Greek
οφθαλμαπάτη — Φαινόμενο κατά το οποίο η οπτική αίσθηση δημιουργεί, υπό ορισμένες συνθήκες, μια εσφαλμένη αντίληψη για τις διαστάσεις, το σχήμα ή τα χρώματα εικόνων και αντικειμένων. Η πιο συνηθισμένη ο. είναι η προοπτική, κατά την οποία από μία δισδιάστατη… … Dictionary of Greek
πλασματογραφώ — έω, Μ [πλασματογράφος] είμαι πλασματογράφος*, γράφω λόγους σχετικά με φανταστικά, ανύπαρκτα θέματα … Dictionary of Greek
πλαστολάλος — ὁ, Α αυτός που μιλά για ψεύτικα, ανύπαρκτα πράγματα, πλαστολόγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστός + λάλος (< λαλῶ), πρβλ. οξυ λάλος] … Dictionary of Greek
πλαστολογία — ή, Μ [πλαστολόγος] το να μιλά κανείς για ψεύτικα, ανύπαρκτα θέματα, ψευδολογία … Dictionary of Greek
πλαστολόγος — ον, ΜΑ 1. αυτός που μιλά σχετικά με ψεύτικα, ανύπαρκτα θέματα, που λέει ψέματα, ψευδολόγος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πλαστολόγος αυτός που πλάθει με τη φαντασία του και διηγείται ψεύτικες ιστορίες, παραμυθάς, μυθολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστός + λόγος*] … Dictionary of Greek